δικαστικός

δικαστικός
δικαστικός
of
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δικαστικός — ή, ό (AM δικαστικός, ή, όν) [δικαστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δίκη, δικαστή ή δικαστήριο νεοελλ. 1. φρ. «δικαστικός αντιπρόσωπος» αντιπρόσωπος τής δικαστικής αρχής στις βουλευτικές και δημοτικές εκλογές 2. το αρσ. ως ουσ. ο δικαστικός ο …   Dictionary of Greek

  • δικαστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στη δικαιοσύνη, στους δικαστές και τα δικαστήρια: Στις εκλογές ήταν δικαστικός αντιπρόσωπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δικαστικός επιμελητής — Το πρόσωπο που είναι αρμόδιο για την επίδοση όλων των δικαστικών εγγράφων (παλαιότερα ονομαζόταν δικαστικός κλητήρας). Ο δ.ε. είναι υποχρεωμένος να συντάσσει σχετική έκθεση σε δύο πρωτότυπα· το ένα επιδίδεται στο πρόσωπο που έδωσε την παραγγελία… …   Dictionary of Greek

  • δικαστικός κλητήρας — Βλ. λ. δικαστικός επιμελητής …   Dictionary of Greek

  • δικαστικά — δικαστικός of neut nom/voc/acc pl δικαστικά̱ , δικαστικός of fem nom/voc/acc dual δικαστικά̱ , δικαστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαστικῶν — δικαστικός of fem gen pl δικαστικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαστικόν — δικαστικός of masc acc sg δικαστικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένορκοι — Δικαστικός θεσμός ο οποίος διαμορφώθηκε στον χώρο της αγγλοσαξονικής νομικής παράδοσης. Αναφέρεται σε ένα σώμα πολιτών, όχι δικαστών, από τους οποίους ζητείται, αφού δώσουν τον νόμιμο όρκο (απ’ όπου προέκυψε και ο όρος έ.) να αποφανθούν για τα… …   Dictionary of Greek

  • δικαστικαῖς — δικαστικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαστικαί — δικαστικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”